ποντοκράτωρ

ποντοκράτωρ
-ορος, ὁ, Α
ο κύριος τής θάλασσας, ο κυρίαρχος τού πόντου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -κράτωρ (< κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτωρ), πρβλ. θαλασσο-κράτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”